Sick Building Syndrome

οικολογική δόμηση
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ανθρώπων, που αρρωσταίνουν εξαιτίας του κτιρίου που επέλεξαν, οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι, για να ζήσουν ή για να εργαστούν.

Σε μια πρώτη κατηγορία ανήκουν όσοι διαμένουν σε κτίρια με κακό προσανατολισμό, κακή αρχιτεκτονική, κακές μονώσεις, και ούτω καθεξής, όπου μπορούν, λόγου χάριν, να αναπτύσσονται χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα ή πολύ υψηλές το καλοκαίρι· όπου μπορούν, παραδείγματος χάριν, επίσης, εξαιτίας ενός κακού επιπέδου φυσικού φωτισμού, να αναπτυχθούν ψυχολογικά προβλήματα· όπου είναι δυνατόν, ακόμα, εξαιτίας της ίδιας της αρχιτεκτονικής τους (οξείες γωνίες σε δωμάτια, πυραμιδοειδείς υπερ-κατασκευές, κ.λπ.), να μειώνεται η ανθρώπινη βιοδραστηριότητα.

Σε μια δεύτερη κατηγορία ανήκουν όσοι, δυστυχώς, κοιμούνται η εργάζονται σε σημεία που υπάρχουν γεωπαθογόνοι κόμβοι (δίκτυο των «γραμμών Hartman»), σε τόπους που γειτνιάζουν με πυλώνες υπέρ-υψηλής τάσης, κεραίες κινητής τηλεφωνίας, και ούτω καθ’ εξής.

Σε μια Τρίτη κατηγορία ανήκουν όσοι, επίσης δυστυχώς, κατοικούν ή εργάζονται σε κ΄τιρια που εξ ολοκλήρου ή εν μέρει έχουν κατασκευαστεί με τοξικά και καρκινογόνα υλικά (παραδείγματος χάριν, αμίαντος), αλλά και όσοι υφίστανται τις φοβερές επιπτώσεις του λεγόμενου «συνδρόμου του άρρωστου κτιρίου» («sick building syndrome») ή το «σύνδορμο του σφραγισμένου κτηρίου» («tight building syndrome»).

Το σύνδρομο εκδηλώνεται, κατά κύριο λόγο, με αναπνευστικές ενοχλήσεις, οπτικές διαταραχές, ξηρότητα του στόματος και του φάρυγγα, πονοκεφάλους και ατονία που εμφανίζονται κυρίως σε μεγάλα κλιματιζόμενα κτίρια, όπου δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή αέρα με το εξωτερικό.

Η εξάπλωση του «sick building syndrome» και η διαπίστωση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην παρουσία υλικών πιθανός βλαβερών για την υγεία του ανθρώπου στους χώρους κατοικίας και στην εμφάνιση παθολογικών καταστάσεων στους εργαζομένους είναι το καμπανάκι του κινδύνου για μία κατασκευαστική τεχνολογία η οποία έσκυψε περισσότερο στα ζητήματα της παραγωγής ξεχνώντας τον τελικό σκοπό των εργασιών της: την ανθρώπινη άνεση.

Για την επαναφορά αυτού του στόχου, ενισχύεται και παγιώνεται μια «βιοοικολογική» προσέγγιση στην οικοδομική, που έχει σκοπό να καταγγέλλει τις στρεβλώσεις μιας μελέτης εξαιρετικά στραμμένης προς την κοινωνία της κατανάλωσης και του εύκολου κέρδους, «market-oriented», και να προτείνει εναλλακτικές οδούς. Μία μελέτη συνειδητά «βιοοικολογική» ξεκινά κατά προτεραιότητα θέματα σχετικά με τη «φυσικότητα» της κατασκευής, τόσο στην περίπτωση ενός νέου κτιρίου όσο και εκείνη μιας ανακατασκευής.

Στην τελευταία περίπτωση, πρέπει στην πρώτη θέση να βάλουμε την εργασία αναγνώρισης της υλικής σύστασης του έργου στο οποίο πρόκειται να γίνει η επέμβαση ώστε να προβλεφθεί η αντικατάσταση των στοιχείων εκείνων που είναι ενδεχομένως επιβλαβή για την υγεία των ενοίκων (και είναι άφθονα τα κτίσματα των δεκαετιών του ’60 και του ’70 με προϊόντα επιβλαβή, και όχι υγιεινά).